μεσοποτάμιος

μεσοποτάμιος
-α, -ο (ΑM μεσοποτάμιος, -ία, -ον)
1. αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ποταμών («σῑτός ἐστι μικρότερος τοῡ πυροῡ γεννᾱται δ' ἐν ταῑς μεσοποταμίαις [χώραις]», Στράβ.)
2. αυτός που βρίσκεται στο μέσο ποταμού («ἐν μεσοποταμίᾳ νήσῳ», Πλούτ.)
3. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Μεσοποταμία
η χώρα που βρίσκεται μεταξύ τών ποταμών Τίγρητος και Ευφράτη
4. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Μεσοποτάμιος
ο κάτοικος τής Μεσοποταμίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)-* + ποτάμιος (< ποταμός), πρβλ. παρα-ποτάμιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μεσοποταμίων — μεσοποτάμιος between rivers fem gen pl μεσοποτάμιος between rivers masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσοποταμῖται — μεσοποτάμιος between rivers masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσοποταμίαις — μεσοποτάμιος between rivers fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσοποταμίην — μεσοποτάμιος between rivers fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσοποταμίους — μεσοποτάμιος between rivers masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσοποτάμιοι — μεσοποτάμιος between rivers masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσοποταμία — μεσοποταμίᾱ , μεσοποτάμιος between rivers fem nom/voc/acc dual μεσοποταμίᾱ , μεσοποτάμιος between rivers fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσοποταμίας — μεσοποταμίᾱς , μεσοποτάμιος between rivers fem acc pl μεσοποταμίᾱς , μεσοποτάμιος between rivers fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσοποταμίτας — μεσοποταμί̱τᾱς , μεσοποτάμιος between rivers masc acc pl μεσοποταμί̱τᾱς , μεσοποτάμιος between rivers masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”